μισόδουλον

μισόδουλον
μισόδουλος
hating slaves
masc/fem acc sg
μισόδουλος
hating slaves
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μισόδουλος — μισόδουλος, ον (ΑΜ) αυτός που μισεί τους δούλους μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ μισόδουλον ονομασία τού φυτού ώκιμον*, ο βασιλικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + δοῦλος (πρβλ. φιλό δουλος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”